- πολυπρόσωπος
- η , ο [ος , ον ]1) насчитывающий много действующих лиц (о пьесе); 2) многоликий; 3) перен. лицемерный, двуличный; двурушнический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολυπρόσωπος — many faced masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπρόσωπος — η, ο / πολυπρόσωπος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλά πρόσωπα, που αλλάζει εμφάνιση 2. (για θεατρικά έργα) αυτός στον οποίο υπάρχουν πολλά πρόσωπα, πολλοί ρόλοι 3. αυτός που αποτελείται από πολλά πρόσωπα (α. «πολυπρόσωπη αποστολή» β. «πολυπρόσωπος … Dictionary of Greek
πολυπρόσωπος — η, ο 1. αυτός που αποτελείται από ή στον οποίο παίρνουν μέρος πολλά πρόσωπα: Πολυπρόσωπο θεατρικό έργο. 2. μτφ., αυτός που παρουσιάζεται αλλαγμένος, με πολλές όψεις, πολύμορφος, πρωτεϊκός, ανειλικρινής, απατεώνας: Πολυπρόσωπος άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυπροσώπως — πολυπρόσωπος many faced adverbial πολυπρόσωπος many faced masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπρόσωπον — πολυπρόσωπος many faced masc/fem acc sg πολυπρόσωπος many faced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπροσώπου — πολυπρόσωπος many faced masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπροσώπους — πολυπρόσωπος many faced masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπροσώπων — πολυπρόσωπος many faced masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπροσώπῳ — πολυπρόσωπος many faced masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπρόσωποι — πολυπρόσωπος many faced masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπροσωπία — η, Ν [πολυπρόσωπος] 1. το να έχει κάτι πολλά πρόσωπα 2. το να είναι κανείς ανειλικρινής, το να είναι πολυπρόσωπος … Dictionary of Greek